- παχυτέρᾳ
- παχυτέρᾱͅ , παχύςthickfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχυτέρα — παχυτέρᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual παχυτέρᾱ , παχύς thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτερα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρας — παχυτέρᾱς , παχύς thick fem acc pl παχυτέρᾱς , παχύς thick fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέραν — παχυτέρᾱν , παχύς thick fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ξικισμός — ο διαταραχή τού λόγου, τραυλισμός, φυσική ανωμαλία στην προφορά τού ξ, που μερικά άτομα τό προσφέρουν παχύτερα από την κανονική προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ξι + κατάλ. (κ)ισμός*] … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
επίδεσμος — ο 1. αυτό με το οποίο επιδένουμε κάτι. 2. (ιατρ.), ταινία από απολυμασμένο ύφασμα με την οποία περιβάλλουμε για θεραπευτικούς σκοπούς τραύμα, πληγή ή άρρωστο μέρος του σώματος. 3. (ιατρ.), φρ., «σκληρός επίδεσμος», επίδεσμος με τον οποίο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)